κάλυκας

κάλυκας
Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο, κωδωνοειδές, εξογκωμένο ή σωληνοειδές. Ο κ. μπορεί να λείπει τελείως (ασέπαλα άνθη) ή να είναι μόλις ορατός. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στη φυσαλίδα την αλκεκένσεια, ο κάλυκας διατηρείται μετά τη γονιμοποίηση του άνθους, αυξάνεται σε μέγεθος και συμμετέχει στον σχηματισμό του καρπού (κάλυκας αυξανόμενος), ενώ σε άλλα φυτά, όπως στην παπαρούνα των αγρών, ο κ. πέφτει μετά την ολοκλήρωση της άνθησης (κάλυκας πρόσκαιρος). Όταν ο κ. είναι έγχρωμος, έτσι ώστε τα σέπαλα να μοιάζουν με πέταλα, τότε καλείται πεταλοειδής, επειδή μοιάζει με τη στεφάνη. Σε αρκετά άνθη (π.χ. στη μαλάχη ή μάλβα), κάτω από τον κ. υπάρχει ένας δευτερεύων κ., ο επικάλυκας, ο οποίος σχηματίζεται από βρακτίδια που βρίσκονται περισσότερο ή λιγότερο κοντά στα φύλλα του κάλυκα. Κ. λέγεται επίσης το περίβλημα από μέταλλο ή χαρτόνι της εκρηκτικής γόμωσης. Κ. λέγεται και ένα λειτουργικό σκεύος των χριστιανικών ναών, το γνωστό δισκοπότηρο. Κάλυκας χωριστοπέταλος (άνθος ροδιδών). Κάλυκας συσσέπαλος (άνθος καρυοφυλλιδών).
* * *
ο (Α κάλυξ, ὁ, ἡ)
το ατελές ακόμη μισοανοιγμένο άνθος που είναι κλεισμένο εν μέρει μέσα στα σέπαλα, το μπουμπούκι («τοῑς τῶν ῥόδων [φύλλοις], ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. το πράσινο εξωτερικό περίβλημα τού άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα σέπαλα και περικλείει τη στεφάνη και τα άλλα όργανά του
2. στρ. η μετάλλινη θήκη τού φυσιγγίου τών όπλων και τής οβίδας τών πυροβόλων, στην οποία μπαίνει η βολίδα και η γόμωση
3. ανατ. φρ. α) «γευστικοί κάλυκες» — καλυκοειδή επιθηλιακά μορφώματα τής γλώσσας και τής πρόσθιας υπερώας, στα οποία απολήγουν οι ίνες τών νεύρων τής γεύσεως
β) «νεφρικοί κάλυκες» — σωληνοειδή αγγεία τού εσωτερικού τού νεφρού με τα οποία αποχετεύονται τα ούρα από τις νεφρικές θηλές στην κοιλότητα τής νεφρικής πυέλου
αρχ.
1. (για άνθη και καρπούς) η θήκη τών σπόρων, το περίβλημα τού καρπού («ἐξ ὧν ὁ καρπὸς ἐν ἄλλη κάλυκι περιφυομένῃ ἐκ τῆς ῥίζης γίνεται», Ηρόδ.)
2. (μτφ., ποιητ.) (για τη νεότητα) το άνθος, το μπουμπούκι («σταθερά... κάλυξ νεαρᾶς ἥβης», Αριστοφ.)
3. το φυτό άγχουσα
4. στον πληθ. οἱ, αἱ κάλυκες
διάφορα κοσμήματα γυναικών (πόρπες, ενώτια κ.λπ.) με σχήμα κάλυκα άνθους
5. εφιελίς*
6. (κατά τον Ησύχ.) «καλύκων
ὀμματοφύλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -υξ (πρβλ. ἄμπ-υξ, θρῆν-υξ) και συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kalikā «μπουμπούκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλυκας — ο 1. το εξωτερικό περίβλημα του άνθους: Τα άνθη περιβάλλονται από κάλυκες. 2. μετάλλινη θήκη, μέσα στην οποία τοποθετείται το μπαρούτι και η βολίδα του φυσιγγίου: Μετά τον πυροβολισμό, ο κάλυκας πέφτει κάτω αδειανός πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλυκας — κάλυξ covering fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • μονοσέπαλος — η, ο βοτ. 1. (για άνθη) αυτός τού οποίου ο κάλυκας έχει σέπαλα ενωμένα, αλλ. συσσέπαλος 2. φρ. «μονοσέπαλος κάλυκας» κάλυκας ενός άνθους ο οποίος αποτελείται από συμφυή σέπαλα, αλλ. συσσέπαλος κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σέπαλο — Ένα από τα μόρια που αποτελούν τον εξωτερικό κύκλο ή σπονδύλωμα ή σπείρα του άνθους, που λέγεται κάλυκας. Συνήθως πράσινα και συνήθως μικρότερα από τα έγχρωμα φυλλάρια (τα πέταλα) που συνθέτουν τη στεφάνη, τα σ. έχουν τη μορφή φυλλαρίων… …   Dictionary of Greek

  • αλλόπλεκτος — (alloplectus). Γένος αειφύλλων θάμνων της οικογένειας των γεσνεριιδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Ασίας και Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι απλά, οδοντωτά με κόκκινη την κάτω επιφάνεια. Τα άνθη τους σχηματίζονται στις μασχάλες των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • PLECTILIS Corona — apud Plautum Bacch. Actu. 1. Sc. 1. v. 37. Pro galea scaphium, pro insigni sit corona plectilis: a plectendo dicta est. Cuiusmodi coronae Graecis sunt ςτέφανοε πλεκτοὶ, Aeschylo ἄνθη πλεκτὰ; Homero Il. X. v. 469. πλεκτὴ ὠναδέσμη. Proprie autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμμα — ἅμμα, το (Α) κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος 2. βρόχος, θηλιά 3. σκοινί ή ταινία 4. κάλυκας άνθους 5. κότσος γυναικείας κόμης 6. κρίκος αλυσίδας 7. στον πληθ. τὰ ἅμματα οι λαβές στην πάλη και τα χέρια τού παλαιστή 8.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”